- σπάρτο
- τοείδος φυτού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σπάρτο — (spartium). Θάμνος της οικογένειας των Λεγκουμινωδών ή χεδρωπών (δικοτυλήδονα), πάρα πολύ κοινός στην Ελλάδα, σε εδάφη ξηρά, ασβεστούχα ή πετρώδη. Επιστημονική ονομασία: σπάρτιο το βρουλόμορφο. Έχει βλαστούς βρουλόμορφους, πράσινους, που μαζί με… … Dictionary of Greek
σπαρτό — το σπαρμένο χωράφι: Κάηκαν τα σπαρτά τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπαρτεΐνη — Αλκαλοειδές που περιέχεται στο φυτό σπάρτο (cytisus scoparius). Φαρμακολογικά δρα στο νευροφυτικό σύστημα. Η χρησιμοποίηση της ωστόσο ως καρδιοτονωτικού και αναληπτικού φαρμάκου για το αναπνευστικό και το κυκλοφοριακό σύστημα δεν προσφέρει… … Dictionary of Greek
σπάρτιο — το, Ν [σπάρτο] το φυτό σπάρτο … Dictionary of Greek
σπάρτος — ὁ και ἡ, Α 1. το φυτό σπάρτο 2. σχοινί από σπάρτο 3. το νήμα τής στάθμης. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλοι τ. τής λ. σπάρτον, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
σπαρτίκλωνο — το, Ν κλωνάρι από σπάρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάρτο + κλωνί] … Dictionary of Greek
σπαρτίον — το, ΜΑ [σπάρτον] 1. μικρό σχοινί από σπάρτο 2. σχοινί από το οποίο κρεμούσαν τη φάλαγγα τής ζυγαριάς 3. σχοινί για μέτρηση μσν. το νήμα τής στάθμης αρχ. το φυτό σπάρτο … Dictionary of Greek
Τυνησία — I Τυνησία Κράτος της βόρειας Αφρικής. Βρέχεται στα βόρεια και στα ανατολικά από τη Mεσόγειο, και συνορεύει στα δυτικά με την Aλγερία και στα νότια με τη Λιβύη.Tο έδαφος της Tυνησίας περιλαμβάνει το τμήμα εκείνο της Σαχάρας που εκτείνεται στα… … Dictionary of Greek
Amfilochia — Infobox Greek Dimos name = Amfilochia name local = Αμφιλοχία periph = West Greece prefec = Aetolia Acarnania province = population = 12834 population as of = 2001 population ref = [http://www.statistics.gr/ source] pop dens = 33 area = 390.6… … Wikipedia
Amfilochia — Gemeinde Amfilochia Δήμος Αμφιλοχίας (Αμφιλοχία) … Deutsch Wikipedia